- ὑπαιθρίας
- ὑπαιθρίᾱς , ὑπαίθριοςunder the skyfem acc plὑπαιθρίᾱς , ὑπαίθριοςunder the skyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πτολεμαΐδα — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Εορδαίας, του νομού Κοζάνης. Είναι πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας και έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.). Η Π. είναι το μεγαλύτερο εμπορικό, αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο του νομού και μια… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Στζινιέι Μέρσε, Παλ — (Szinyei Merse). Ούγγρος ζωγράφος (Στζίνιε – Ούιφαλου 1845 Γιέρνιε 1920). Υπήρξε μαθητής του Πιλότι στο Μόναχο και είναι ο εισηγητής στην Ουγγαρία της «υπαίθριας ζωγραφικής», που διακρινόταν για την ελευθερία της σύλληψης και τη διαφάνεια των… … Dictionary of Greek
φυσιολατρία — η η λατρεία της φύσης, η αγάπη της υπαίθριας ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)